- μεθύστερος
- -η, -ο (Α μεθύστερος, -έρα, -ον)1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστεροςαρχ.1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερονα) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξήςβ) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστεραγ) (με άρνηση) οὐ μεθύστερονi) αμέσως, σε λίγοii) πολύ αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὕστερος (πρβλ. πρωθ-ύστερος)].
Dictionary of Greek. 2013.